γουρλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουρλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική uğurlu (τυχερός) < uğur < παλαιά τουρκική oğur / uğur < πρωτοτουρκική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουρλής αρσενικό (θηλυκό: γουρλού)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουρλής
|