Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρουσουζλαμάς οι γρουσουζλαμάδες
      γενική του γρουσουζλαμά των γρουσουζλαμάδων
    αιτιατική τον γρουσουζλαμά τους γρουσουζλαμάδες
     κλητική γρουσουζλαμά γρουσουζλαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρουσουζλαμάς < τουρκική uğursuzluk (γρουσουζιά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρουσουζλαμάς αρσενικό ή θηλυκό

  • ο ανάποδος άνθρωπος, ο γρουσούζης αλλά όχι τόσο με την έννοια της κακοτυχίας που κουβαλάει, όσο με την αναποδιά του, με την κακή συμπεριφορά του, με την αρνητική στάση ζωής που υιοθετεί, με τις φωνές, τους καβγάδες του
Πάλι χάλασε τη μέρα μου ο γρουσουζλαμάς

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία