γουρλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuɾˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γουρ‐λού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουρλού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γουρλής
γουρλού
|