Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλοζυγιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλοζυγιασμέν
ος
η
καλοζυγιασμέν
η
το
καλοζυγιασμέν
ο
γενική
του
καλοζυγιασμέν
ου
της
καλοζυγιασμέν
ης
του
καλοζυγιασμέν
ου
αιτιατική
τον
καλοζυγιασμέν
ο
την
καλοζυγιασμέν
η
το
καλοζυγιασμέν
ο
κλητική
καλοζυγιασμέν
ε
καλοζυγιασμέν
η
καλοζυγιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλοζυγιασμέν
οι
οι
καλοζυγιασμέν
ες
τα
καλοζυγιασμέν
α
γενική
των
καλοζυγιασμέν
ων
των
καλοζυγιασμέν
ων
των
καλοζυγιασμέν
ων
αιτιατική
τους
καλοζυγιασμέν
ους
τις
καλοζυγιασμέν
ες
τα
καλοζυγιασμέν
α
κλητική
καλοζυγιασμέν
οι
καλοζυγιασμέν
ες
καλοζυγιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καλοζυγιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καλοζυγιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοζυγιασμένος