↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοζυγιασμένος η καλοζυγιασμένη το καλοζυγιασμένο
      γενική του καλοζυγιασμένου της καλοζυγιασμένης του καλοζυγιασμένου
    αιτιατική τον καλοζυγιασμένο την καλοζυγιασμένη το καλοζυγιασμένο
     κλητική καλοζυγιασμένε καλοζυγιασμένη καλοζυγιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοζυγιασμένοι οι καλοζυγιασμένες τα καλοζυγιασμένα
      γενική των καλοζυγιασμένων των καλοζυγιασμένων των καλοζυγιασμένων
    αιτιατική τους καλοζυγιασμένους τις καλοζυγιασμένες τα καλοζυγιασμένα
     κλητική καλοζυγιασμένοι καλοζυγιασμένες καλοζυγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καλοζυγιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία