καλλιπάρειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλλιπάρειος < αρχαία ελληνική καλλιπάρειος / καλλιπάρηος < καλλι- + -παρειος < παρειά (μάγουλο)
Επίθετο επεξεργασία
καλλιπάρειος
- (αρχαιοπρεπές) που έχει ωραίες παρειές (μάγουλα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιπάρειος