Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλλίτερος η καλλίτερη το καλλίτερο
      γενική του καλλίτερου της καλλίτερης του καλλίτερου
    αιτιατική τον καλλίτερο την καλλίτερη το καλλίτερο
     κλητική καλλίτερε καλλίτερη καλλίτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλλίτεροι οι καλλίτερες τα καλλίτερα
      γενική των καλλίτερων των καλλίτερων των καλλίτερων
    αιτιατική τους καλλίτερους τις καλλίτερες τα καλλίτερα
     κλητική καλλίτεροι καλλίτερες καλλίτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλλίτερος < παλαιότερη γραφή του συγκριτικού βαθμού του επιθέτου καλός, επηρεασμένη από τον αρχαιοελληνικό συγκριτικό βαθμό καλλίων ή το μεσαιωνικό κάλλιον, αντί του σχηματισμού κατά τα -ύς, -ύτερος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

καλλίτερος, -η, -ο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    ΣτΕ: με σχόλιο, ότι το 1888 ο Γεώργιος Χατζιδάκις εξήγησε ότι ο σχηματισμός γίνεται αναλογικά προς τα -ύς.