καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλενδάριον τὰ καλενδάρια
      γενική τοῦ καλενδαρίου τῶν καλενδαρίων
      δοτική τῷ καλενδαρί τοῖς καλενδαρίοις
    αιτιατική τὸ καλενδάριον τὰ καλενδάρια
     κλητική ! καλενδάριον καλενδάρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλενδάριον < μετάφραση για τη λατινική calendarium < calendae. Δείτε και το μεσαιωνικό καλανδάριον.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλενδάριον ουδέτερο (& καλανδάριον) καθαρεύουσα, σε εκδόσεις του 19ου αιώνα

  1. μετάφραση του λατινικού calendarium (ρωμαϊκό πιστωτικό βιβλίο)
  2. καλαντάρι, ημερολόγιο, ημεροδείκτης
    ※  1845 Θεοφράστου Χαρακτήρες, εις χρήσιν της νεολαίας. Εκδοθέντος υπό Γεωργίου Ζαχαριάδου, Προσθήκαι σελ.85@books.google Εν Βιέννη:Εκ της Tυπογραφίας του Αντωνίου Μπέγκου, 1845
    Ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ μηνὸς ἤτοι ἡ Πρωτομηνία ἐλέγετο Καλένδαι, ἐκ τοῦ καλέω· διότι ὁ Ἱερεὺς ἐκήρυττεν αὐτὴν, ὄθεν Καλενδάριον, Ἀραβιστὶ δὲ Ἀλμανάχον.
    ΣτΕ: Καλένδαι: εννοεί ότι λεγόταν από τους Ρωμαίους στα λατινικά: calendae, όπως στο ρήμα calo (καλώ), απ' όπου calendarium (καλαντάρι). Ἀλμανάχον: το αλμανάκ. Δείτε και το ελληνιστικό Ἀλμενιχιακά, ανδαλουσιανά αραβικά الْمَنَاخ‎ (/almanaax/), αραβική مُنَاخ (/munaax/, κλίμα)