καλανδάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλανδάριον < (λόγιο δάνειο) λατινική calendarium < → δείτε τις λέξεις calendae και Kalendae
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλανδάριον ουδέτερο
- ρωμαϊκό πιστωτικό βιβλίο, κατάλογος χρεών (που οι τόκοι τους πληρώνονταν την πρώτη του μηνός)
- καλαντάρι, ημερολόγιο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καλάνδαι και καλένδαι
Πηγές
επεξεργασία- καλανδάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)