κακόνομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακόνομος < αρχαία ελληνική κακόνομος < κακός + νόμος
Επίθετο επεξεργασία
κακόνομος
- που κυβερνιέται / διοικείται με κακούς νόμους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακόνομος
|