κακοχρονιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοχρονιά | οι | κακοχρονιές |
γενική | της | κακοχρονιάς | των | κακοχρονιών |
αιτιατική | την | κακοχρονιά | τις | κακοχρονιές |
κλητική | κακοχρονιά | κακοχρονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοχρονιά θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κακοχρονίζω / κακοχρονιάζω
- → δείτε τις λέξεις κακός και χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοχρονιά
|