Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοχρονίζω < κακός + -ο- + χρόνος + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ko.xɾoˈni.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

κακοχρονίζω

  1. καταριέμαι κάποιον να έχει κακό χρόνο, να μην του πάνε καλά τα πράγματα
     συνώνυμα: διαβολοστέλνω
  2. (κατ’ επέκταση) καταριέμαι, βρίζω, αναθεματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία