κακοχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ko.xɾoˈni.zo/
Ρήμα
επεξεργασίακακοχρονίζω
- καταριέμαι κάποιον να έχει κακό χρόνο, να μην του πάνε καλά τα πράγματα
- (κατ’ επέκταση) καταριέμαι, βρίζω, αναθεματίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κακοχρονιά
- κακοχρόνισμα
- κακό χρόνο να 'χεις
- → δείτε τις λέξεις κακός και χρόνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοχρονίζω | κακοχρόνιζα | θα κακοχρονίζω | να κακοχρονίζω | κακοχρονίζοντας | |
β' ενικ. | κακοχρονίζεις | κακοχρόνιζες | θα κακοχρονίζεις | να κακοχρονίζεις | κακοχρόνιζε | |
γ' ενικ. | κακοχρονίζει | κακοχρόνιζε | θα κακοχρονίζει | να κακοχρονίζει | ||
α' πληθ. | κακοχρονίζουμε | κακοχρονίζαμε | θα κακοχρονίζουμε | να κακοχρονίζουμε | ||
β' πληθ. | κακοχρονίζετε | κακοχρονίζατε | θα κακοχρονίζετε | να κακοχρονίζετε | κακοχρονίζετε | |
γ' πληθ. | κακοχρονίζουν(ε) | κακοχρόνιζαν κακοχρονίζαν(ε) |
θα κακοχρονίζουν(ε) | να κακοχρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοχρόνισα | θα κακοχρονίσω | να κακοχρονίσω | κακοχρονίσει | ||
β' ενικ. | κακοχρόνισες | θα κακοχρονίσεις | να κακοχρονίσεις | κακοχρόνισε | ||
γ' ενικ. | κακοχρόνισε | θα κακοχρονίσει | να κακοχρονίσει | |||
α' πληθ. | κακοχρονίσαμε | θα κακοχρονίσουμε | να κακοχρονίσουμε | |||
β' πληθ. | κακοχρονίσατε | θα κακοχρονίσετε | να κακοχρονίσετε | κακοχρονίστε | ||
γ' πληθ. | κακοχρόνισαν κακοχρονίσαν(ε) |
θα κακοχρονίσουν(ε) | να κακοχρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοχρονίσει | είχα κακοχρονίσει | θα έχω κακοχρονίσει | να έχω κακοχρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοχρονίσει | είχες κακοχρονίσει | θα έχεις κακοχρονίσει | να έχεις κακοχρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοχρονίσει | είχε κακοχρονίσει | θα έχει κακοχρονίσει | να έχει κακοχρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοχρονίσει | είχαμε κακοχρονίσει | θα έχουμε κακοχρονίσει | να έχουμε κακοχρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοχρονίσει | είχατε κακοχρονίσει | θα έχετε κακοχρονίσει | να έχετε κακοχρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοχρονίσει | είχαν κακοχρονίσει | θα έχουν κακοχρονίσει | να έχουν κακοχρονίσει |
|