κακοχρόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοχρόνισμα < κακοχρονίζω + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.koˈxɾo.ni.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοχρόνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κακοχρονίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κακοχρονίζω, κακός και χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοχρόνισμα
|