Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοσυστημένος η κακοσυστημένη το κακοσυστημένο
      γενική του κακοσυστημένου της κακοσυστημένης του κακοσυστημένου
    αιτιατική τον κακοσυστημένο την κακοσυστημένη το κακοσυστημένο
     κλητική κακοσυστημένε κακοσυστημένη κακοσυστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοσυστημένοι οι κακοσυστημένες τα κακοσυστημένα
      γενική των κακοσυστημένων των κακοσυστημένων των κακοσυστημένων
    αιτιατική τους κακοσυστημένους τις κακοσυστημένες τα κακοσυστημένα
     κλητική κακοσυστημένοι κακοσυστημένες κακοσυστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κακοσυστημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία