κακογέννητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακογέννητος < μεσαιωνική ελληνική κακογέννητος < αρχαία ελληνική κακός + γεννάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακογέννητος αρσενικό (θηλυκό: κακογέννητη)
- (λαϊκότροπο) που είναι κακός ήδη από τη γέννησή του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακογέννητος
|