καθύγρανση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθύγρανση | οι | καθυγράνσεις |
γενική | της | καθύγρανσης* | των | καθυγράνσεων |
αιτιατική | την | καθύγρανση | τις | καθυγράνσεις |
κλητική | καθύγρανση | καθυγράνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθυγράνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθύγρανση < καθυγραίνω + -ση < αρχαία ελληνική καθυγραίνω < κατά + ὑγραίνω < ὑγρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wegʷ- (υγρός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθύγρανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθυγραίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθύγρανση
|