Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυγραίνω < αρχαία ελληνική καθυγραίνω < καθ- (κατά) + ὑγραίνω < ὑγρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wegʷ- (υγρός)

  Ρήμα επεξεργασία

καθυγραίνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθυγραίνω < (κατά) καθ- + ὑγραίνω < ὑγρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wegʷ- (υγρός)

  Ρήμα επεξεργασία

καθυγραίνω

  Πηγές επεξεργασία