καθυγραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθυγραίνω < αρχαία ελληνική καθυγραίνω < καθ- (κατά) + ὑγραίνω < ὑγρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wegʷ- (υγρός)
Ρήμα
επεξεργασίακαθυγραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- καθυγραμένος
- καθύγρανση
- → δείτε τις λέξεις κάθυγρος, κατά, υγραίνω και υγρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθυγραίνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθυγραίνω < (κατά) καθ- + ὑγραίνω < ὑγρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wegʷ- (υγρός)
Ρήμα
επεξεργασίακαθυγραίνω
Πηγές
επεξεργασία- καθυγραίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.