↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαρόαιμος η καθαρόαιμη το καθαρόαιμο
      γενική του καθαρόαιμου της καθαρόαιμης του καθαρόαιμου
    αιτιατική τον καθαρόαιμο την καθαρόαιμη το καθαρόαιμο
     κλητική καθαρόαιμε καθαρόαιμη καθαρόαιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαρόαιμοι οι καθαρόαιμες τα καθαρόαιμα
      γενική των καθαρόαιμων των καθαρόαιμων των καθαρόαιμων
    αιτιατική τους καθαρόαιμους τις καθαρόαιμες τα καθαρόαιμα
     κλητική καθαρόαιμοι καθαρόαιμες καθαρόαιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθαρόαιμος < καθαρός+αίμα

  Επίθετο

επεξεργασία

καθαρόαιμος, -η, -ο

  • προερχόμενος από είδος που δεν προέκυψε από διασταύρωση ειδών
    Αυτό είναι καθαρόαιμο αραβικό άλογο, για αυτό η χαίτη του έχει τέτοια λάμψη.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία