πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθαλάτωση οι καθαλατώσεις
      γενική της καθαλάτωσης* των καθαλατώσεων
    αιτιατική την καθαλάτωση τις καθαλατώσεις
     κλητική καθαλάτωση καθαλατώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθαλατώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθαλάτωση θηλυκό

  1. το φαινόμενο της εναπόθεσης, υπό μορφή σκληρού φλοιού (κρούστας), στερεών ουσιών αλάτων στα τοιχώματα δοχείων όπου βράζεται νερό ή άλλο διάλυμα αλάτων
  2. (συνεκδοχικά) πουρί, άλατα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. καθαλάτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)