Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάμπιγκ < (λόγιο δάνειο) αγγλική camping[1] < camp < μέση αγγλική camp (πεδίο μάχης, ανοικτό πεδίο) < αγγλοσαξονικά camp < πρωτογερμανική *kampą < λατινικά campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kamp- (κάμπτω, λυγίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkam.piŋ(ɡ)/ από μερικούς ομιλητές, με προφερόμενο τελικό [g]
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάμ‐πινγκ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάμπιγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. ειδικός χώρος με διάφορες εγκαταστάσεις (τουαλέτες κ.λπ.), όπου μπορεί κάποιος να στήσει μια σκηνή και να κατασκηνώσει ή να παρκάρει το τροχόσπιτο
  2. τρόπος διακοπών ή διαβίωσης σε σκηνή ή τροχόσπιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία