Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
campground
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
campground
campgrounds
Ετυμολογία
επεξεργασία
campground
<
camp
+
ground
Ουσιαστικό
επεξεργασία
campground
(en)
(
αμερικανικά αγγλικά
)
το
κάμπιγκ
, το
κάμπινγκ
, τόπος κατασκηνωτών σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο
⮡
the
campgrounds
of Chalkidiki
- τα
κάμπινγκ
της Χαλκιδικής
≈
συνώνυμα
:
campsite
Πηγές
επεξεργασία
campground
-
Oxford Learner's Dictionaries