campsite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
campsite | campsites |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcampsite (en)
- το κάμπιγκ, το κάμπινγκ, τόπος κατασκηνωτών σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο
- ⮡ the campsites of Chalkidiki - τα κάμπινγκ της Χαλκιδικής
- ≈ συνώνυμα: campground