κάδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάδη | οι | κάδες |
γενική | της | κάδης | των | (καδών) |
αιτιατική | την | κάδη | τις | κάδες |
κλητική | κάδη | κάδες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάδη < ίσως οι κάδοι < πληθυντικός αριθμός του κάδος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐δη
- ομόηχο: κάδοι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάδη θηλυκό
- ένα μεγάλο βαρέλι ανοικτό από πάνω όπου πατούν τα σταφύλια για να βγει ο μούστος
- ένα μεγάλο δοχείο όπου χτυπούν το γάλα για να φτιάξουν βούτυρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάδη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κάδη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας