ισόπεδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισόπεδος | η | ισόπεδη | το | ισόπεδο |
γενική | του | ισόπεδου | της | ισόπεδης | του | ισόπεδου |
αιτιατική | τον | ισόπεδο | την | ισόπεδη | το | ισόπεδο |
κλητική | ισόπεδε | ισόπεδη | ισόπεδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισόπεδοι | οι | ισόπεδες | τα | ισόπεδα |
γενική | των | ισόπεδων | των | ισόπεδων | των | ισόπεδων |
αιτιατική | τους | ισόπεδους | τις | ισόπεδες | τα | ισόπεδα |
κλητική | ισόπεδοι | ισόπεδες | ισόπεδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισόπεδος < αρχαία ελληνική ἰσόπεδος
Επίθετο
επεξεργασίαισόπεδος
- που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με κάτι άλλο
- που όλα του τα τμήματα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισόπεδος
|