↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανισόπεδος η ανισόπεδη το ανισόπεδο
      γενική του ανισόπεδου της ανισόπεδης του ανισόπεδου
    αιτιατική τον ανισόπεδο την ανισόπεδη το ανισόπεδο
     κλητική ανισόπεδε ανισόπεδη ανισόπεδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανισόπεδοι οι ανισόπεδες τα ανισόπεδα
      γενική των ανισόπεδων των ανισόπεδων των ανισόπεδων
    αιτιατική τους ανισόπεδους τις ανισόπεδες τα ανισόπεδα
     κλητική ανισόπεδοι ανισόπεδες ανισόπεδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανισόπεδος < αν- στερητικό + ισόπεδος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανισόπεδος

  1. που βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο από κάτι άλλο
    ανισόπεδη διάβαση
  2. που αποτελείται από τμήματα τα οποία είναι τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα
    ανισόπεδος κόμβος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία