Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισχιαλγικός η ισχιαλγική το ισχιαλγικό
      γενική του ισχιαλγικού της ισχιαλγικής του ισχιαλγικού
    αιτιατική τον ισχιαλγικό την ισχιαλγική το ισχιαλγικό
     κλητική ισχιαλγικέ ισχιαλγική ισχιαλγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισχιαλγικοί οι ισχιαλγικές τα ισχιαλγικά
      γενική των ισχιαλγικών των ισχιαλγικών των ισχιαλγικών
    αιτιατική τους ισχιαλγικούς τις ισχιαλγικές τα ισχιαλγικά
     κλητική ισχιαλγικοί ισχιαλγικές ισχιαλγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισχιαλγικός < ισχιαλγ(ία) (ισχίο + άλγος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ισχιαλγικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία