Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστόλυση οι ιστολύσεις
      γενική της ιστόλυσης* των ιστολύσεων
    αιτιατική την ιστόλυση τις ιστολύσεις
     κλητική ιστόλυση ιστολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιστολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική histolysie < αρχαία ελληνική ἱστός (ιστό-) (< ἵστημι) + λύσις (< λύω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈsto.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στό‐λυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιστόλυση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία