Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοφαρισμένος η ισοφαρισμένη το ισοφαρισμένο
      γενική του ισοφαρισμένου της ισοφαρισμένης του ισοφαρισμένου
    αιτιατική τον ισοφαρισμένο την ισοφαρισμένη το ισοφαρισμένο
     κλητική ισοφαρισμένε ισοφαρισμένη ισοφαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοφαρισμένοι οι ισοφαρισμένες τα ισοφαρισμένα
      γενική των ισοφαρισμένων των ισοφαρισμένων των ισοφαρισμένων
    αιτιατική τους ισοφαρισμένους τις ισοφαρισμένες τα ισοφαρισμένα
     κλητική ισοφαρισμένοι ισοφαρισμένες ισοφαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοφαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ισοφαρίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ισοφαρισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ισοφαρίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία