↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοσκελισμένος η ισοσκελισμένη το ισοσκελισμένο
      γενική του ισοσκελισμένου της ισοσκελισμένης του ισοσκελισμένου
    αιτιατική τον ισοσκελισμένο την ισοσκελισμένη το ισοσκελισμένο
     κλητική ισοσκελισμένε ισοσκελισμένη ισοσκελισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοσκελισμένοι οι ισοσκελισμένες τα ισοσκελισμένα
      γενική των ισοσκελισμένων των ισοσκελισμένων των ισοσκελισμένων
    αιτιατική τους ισοσκελισμένους τις ισοσκελισμένες τα ισοσκελισμένα
     κλητική ισοσκελισμένοι ισοσκελισμένες ισοσκελισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ισοσκελισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία