Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοσκελισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισοσκελισμέν
ος
η
ισοσκελισμέν
η
το
ισοσκελισμέν
ο
γενική
του
ισοσκελισμέν
ου
της
ισοσκελισμέν
ης
του
ισοσκελισμέν
ου
αιτιατική
τον
ισοσκελισμέν
ο
την
ισοσκελισμέν
η
το
ισοσκελισμέν
ο
κλητική
ισοσκελισμέν
ε
ισοσκελισμέν
η
ισοσκελισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισοσκελισμέν
οι
οι
ισοσκελισμέν
ες
τα
ισοσκελισμέν
α
γενική
των
ισοσκελισμέν
ων
των
ισοσκελισμέν
ων
των
ισοσκελισμέν
ων
αιτιατική
τους
ισοσκελισμέν
ους
τις
ισοσκελισμέν
ες
τα
ισοσκελισμέν
α
κλητική
ισοσκελισμέν
οι
ισοσκελισμέν
ες
ισοσκελισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ισοσκελισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ισοσκελίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανισοσκέλιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισοσκελισμένος