Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισομοιρασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισομοιρασμέν
ος
η
ισομοιρασμέν
η
το
ισομοιρασμέν
ο
γενική
του
ισομοιρασμέν
ου
της
ισομοιρασμέν
ης
του
ισομοιρασμέν
ου
αιτιατική
τον
ισομοιρασμέν
ο
την
ισομοιρασμέν
η
το
ισομοιρασμέν
ο
κλητική
ισομοιρασμέν
ε
ισομοιρασμέν
η
ισομοιρασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισομοιρασμέν
οι
οι
ισομοιρασμέν
ες
τα
ισομοιρασμέν
α
γενική
των
ισομοιρασμέν
ων
των
ισομοιρασμέν
ων
των
ισομοιρασμέν
ων
αιτιατική
τους
ισομοιρασμέν
ους
τις
ισομοιρασμέν
ες
τα
ισομοιρασμέν
α
κλητική
ισομοιρασμέν
οι
ισομοιρασμέν
ες
ισομοιρασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ισομοιρασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ισομοιράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισομοιρασμένος