Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιρφάνικος η ιρφάνικη το ιρφάνικο
      γενική του ιρφάνικου της ιρφάνικης του ιρφάνικου
    αιτιατική τον ιρφάνικο την ιρφάνικη το ιρφάνικο
     κλητική ιρφάνικε ιρφάνικη ιρφάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιρφάνικοι οι ιρφάνικες τα ιρφάνικα
      γενική των ιρφάνικων των ιρφάνικων των ιρφάνικων
    αιτιατική τους ιρφάνικους τις ιρφάνικες τα ιρφάνικα
     κλητική ιρφάνικοι ιρφάνικες ιρφάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιρφάνικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική irfan (γνώση)

  Επίθετο επεξεργασία

ιρφάνικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014