Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιππόκαμπος οι ιππόκαμποι
      γενική του ιππόκαμπου
ιπποκάμπου
των ιππόκαμπων
ιπποκάμπων
    αιτιατική τον ιππόκαμπο τους ιππόκαμπους
ιπποκάμπους
     κλητική ιππόκαμπε ιππόκαμποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ιππόκαμπος (ιχθυολογία)
 
ιππόκαμπος (μυθολογία)
 
ιππόκαμπος (ανατομία)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιππόκαμπος < αρχαία ελληνική ἱππόκαμπος < ἵππος + Κάμπη (= θαλάσσιο τερας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιππόκαμπος αρσενικό

  1. (ψάρι) είδος ψαριού που έχει κεφάλι σε μορφή αλόγου και κολυμπά κατακόρυφα
  2. (μυθολογία) πλάσμα μισό άλογο και μισό ψάρι
  3. (ανατομία) τμήμα του εγκεφάλου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία