ιππόκαμπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιππόκαμπος | οι | ιππόκαμποι |
γενική | του | ιππόκαμπου & ιπποκάμπου |
των | ιππόκαμπων & ιπποκάμπων |
αιτιατική | τον | ιππόκαμπο | τους | ιππόκαμπους & ιπποκάμπους |
κλητική | ιππόκαμπε | ιππόκαμποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιππόκαμπος < αρχαία ελληνική ἱππόκαμπος < ἵππος + Κάμπη (= θαλάσσιο τερας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιππόκαμπος αρσενικό
- (ψάρι) είδος ψαριού που έχει κεφάλι σε μορφή αλόγου και κολυμπά κατακόρυφα
- (μυθολογία) πλάσμα μισό άλογο και μισό ψάρι
- (ανατομία) τμήμα του εγκεφάλου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιππόκαμπος