Ετυμολογία

επεξεργασία
hippocampe < λατινική hippocampus < αρχαία ελληνική ἱππόκαμπος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɔ.kɑ̃p/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hippocampe hippocampes

hippocampe (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) ο ιππόκαμπος
  2. (μυθολογία) ο ιππόκαμπος
  3. (ψάρι) ο ιππόκαμπος

Δείτε επίσης

επεξεργασία