hippocampe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hippocampe < λατινική hippocampus < αρχαία ελληνική ἱππόκαμπος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hippocampe | hippocampes |
hippocampe (fr) αρσενικό
- (ανατομία) ο ιππόκαμπος
- (μυθολογία) ο ιππόκαμπος
- (ψάρι) ο ιππόκαμπος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- hippocampe στη γαλλική Βικιπαίδεια