Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιπποτικότητα οι ιπποτικότητες
      γενική της ιπποτικότητας των ιπποτικοτήτων
    αιτιατική την ιπποτικότητα τις ιπποτικότητες
     κλητική ιπποτικότητα ιπποτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιπποτικότητα < ιπποτικ(ός) + -ότητα < ιππότης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπ‐πο‐τι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιπποτικότητα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)