ιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιολογία | οι | ιολογίες |
γενική | της | ιολογίας | των | ιολογιών |
αιτιατική | την | ιολογία | τις | ιολογίες |
κλητική | ιολογία | ιολογίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιολογία θηλυκό
- (ιατρική) η επιστήμη που ασχολείται με τη δομή και την καταπολέμηση ή και την θεραπευτική αξιοποίηση των ιών