ιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιολόγος | οι | ιολόγοι |
γενική | του | ιολόγου | των | ιολόγων |
αιτιατική | τον | ιολόγο | τους | ιολόγους |
κλητική | ιολόγε | ιολόγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιολόγος αρσενικό ή θηλυκό