Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ινδοκυανίνη οι ινδοκυανίνες
      γενική της ινδοκυανίνης των ινδοκυανινών
    αιτιατική την ινδοκυανίνη τις ινδοκυανίνες
     κλητική ινδοκυανίνη ινδοκυανίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινδοκυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: indocyanine < indole (< indigo +‎ λατινική oleum < αρχαία ελληνική ἔλαιον) + cyanine (< αρχαία ελληνική κῠᾰ́νεος / κῠᾰνοῦς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινδοκυανίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία