Δείτε επίσης: ἰλυώδης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιλυώδης η ιλυώδης το ιλυώδες
      γενική του ιλυώδους της ιλυώδους του ιλυώδους
    αιτιατική τον ιλυώδη την ιλυώδη το ιλυώδες
     κλητική ιλυώδη(ς) ιλυώδης ιλυώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιλυώδεις οι ιλυώδεις τα ιλυώδη
      γενική των ιλυωδών των ιλυωδών των ιλυωδών
    αιτιατική τους ιλυώδεις τις ιλυώδεις τα ιλυώδη
     κλητική ιλυώδεις ιλυώδεις ιλυώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιλυώδης < (ελληνιστική κοινήἰλυώδης < αρχαία ελληνική ἰλύς + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

ιλυώδης, -ης, -ες

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία