Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λασπώδης η λασπώδης το λασπώδες
      γενική του λασπώδους της λασπώδους του λασπώδους
    αιτιατική τον λασπώδη τη λασπώδη το λασπώδες
     κλητική λασπώδη(ς) λασπώδης λασπώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λασπώδεις οι λασπώδεις τα λασπώδη
      γενική των λασπωδών των λασπωδών των λασπωδών
    αιτιατική τους λασπώδεις τις λασπώδεις τα λασπώδη
     κλητική λασπώδεις λασπώδεις λασπώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λασπώδης < λάσπη + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

λασπώδης, -ης, -ες

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία