ιλάμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιλάμι | τα | ιλάμια |
γενική | του | ιλαμιού | των | ιλαμιών |
αιτιατική | το | ιλάμι | τα | ιλάμια |
κλητική | ιλάμι | ιλάμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιλάμι < (καθαρεύουσα) ἰλάμιον < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική ilam) + -ιον > -ι < αραβική ς προέλευσης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιλάμι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014