ἰλάμιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἰλάμιον < → δείτε τη λέξη ιλάμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰλάμιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το ιλάμι
- ※ Διὰ νὰ μὲ βράβευσῃ ὁ Βασιλεύς καὶ νὰ μὲ τιμήσῃ, ἔκαμεν κατὰ τὴν συνήθειαν αὐτῶν ἔγγραφον ἰλάμιον, ἤτοι ἀποδεικτικὸν τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπιτηδειότητός μου. (Διονύσιος Πύρρος, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν εὐγενέστατον ἄρχοντα τῶν Θεσσαλῶν κύριον Ἀθανάσιον παπα–Πολυμέρου, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Ἀγγέλου Ἀγγελίδου, Ἀθήνηθεν 1837, σελ. 20)