Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιερολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιερολογικ
ός
η
ιερολογικ
ή
το
ιερολογικ
ό
γενική
του
ιερολογικ
ού
της
ιερολογικ
ής
του
ιερολογικ
ού
αιτιατική
τον
ιερολογικ
ό
την
ιερολογικ
ή
το
ιερολογικ
ό
κλητική
ιερολογικ
έ
ιερολογικ
ή
ιερολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιερολογικ
οί
οι
ιερολογικ
ές
τα
ιερολογικ
ά
γενική
των
ιερολογικ
ών
των
ιερολογικ
ών
των
ιερολογικ
ών
αιτιατική
τους
ιερολογικ
ούς
τις
ιερολογικ
ές
τα
ιερολογικ
ά
κλητική
ιερολογικ
οί
ιερολογικ
ές
ιερολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιερολογικός
<
ιερολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ιερολογικός
που έχει
σχέση
με την
ιερολογία
ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ιερολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιερολογικός