ιερολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιερολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερολογία (ομιλία για ιερά θέματα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιερολογία θηλυκό
- η πράξη του ιερολογώ, διαβάζω ευχές
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιερολογία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιερολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας