Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερολογιότατος οι ιερολογιότατοι
      γενική του ιερολογιότατου
ιερολογιοτάτου
των ιερολογιότατων
ιερολογιοτάτων
    αιτιατική τον ιερολογιότατο τους ιερολογιότατους
ιερολογιοτάτους
     κλητική ιερολογιότατε ιερολογιότατοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιερολογιότατος < ιερός + -ο- + λογιότατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιερολογιότατος αρσενικό

  1. (θρησκεία) προσαγόρευση ιεροδιακόνου
    ※  Πρόκειται για την αποτύπωση του υμνογραφικού πλούτου της εν λόγω Μητροπόλεως, τον οποίον συγκέντρωσε, επιμελήθηκε και μάς παρουσίασε ο εγκρατής περί τα γράμματα και το υμνογράφειν ιερολογιότατος Διάκονος ... (Σεβέρειος Βιβλιοθήκη, Τράπεζα Κύπρου & Εφημερίδα Πολίτης)
  2. (γενικότερα) ασχολούμενος με θεολογικά ζητήματα και τη μελέτη τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία