ιεροκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ιεροκτόνος | το | ιεροκτόνο | ||
γενική | του/της | ιεροκτόνου | του | ιεροκτόνου | ||
αιτιατική | τον/την | ιεροκτόνο | το | ιεροκτόνο | ||
κλητική | ιεροκτόνε | ιεροκτόνο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ιεροκτόνοι | τα | ιεροκτόνα | ||
γενική | των | ιεροκτόνων | των | ιεροκτόνων | ||
αιτιατική | τους/τις | ιεροκτόνους | τα | ιεροκτόνα | ||
κλητική | ιεροκτόνοι | ιεροκτόνα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.e.ɾoˈkto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐κτό‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαιεροκτόνος, -ος, -ο
- αυτός που έχει σκοτώσει ιερέα
- ⮡ ο ιεροκτόνος του πατρός Δημητρίου μπήκε στην φυλακή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιεροκτόνος
|