Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδεολογικοποίηση οι ιδεολογικοποιήσεις
      γενική της ιδεολογικοποίησης των ιδεολογικοποιήσεων
    αιτιατική την ιδεολογικοποίηση τις ιδεολογικοποιήσεις
     κλητική ιδεολογικοποίηση ιδεολογικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδεολογικοποίηση < ιδεολογικ(ός) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðe.o.lo.ʝi.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δε‐ο‐λο‐γι‐κο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδεολογικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr