Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδαλγός οι ιδαλγοί
      γενική του ιδαλγού των ιδαλγών
    αιτιατική τον ιδαλγό τους ιδαλγούς
     κλητική ιδαλγέ ιδαλγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδαλγός < λόγιο ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική idalgo < ισπανική hidalgo[1], συγχώνευση της φράσης «hijo de algo» (ο γιος κάποιου, εννοείται σημαντικού προσώπου[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðalˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δαλ‐γός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδαλγός αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ιδαλγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.