Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιγμορίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ιγμορίτιδ
α
οι
ιγμορίτιδ
ες
γενική
της
ιγμορίτιδ
ας
των
ιγμορίτιδ
ων
αιτιατική
την
ιγμορίτιδ
α
τις
ιγμορίτιδ
ες
κλητική
ιγμορίτιδ
α
ιγμορίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιγμορίτιδα
<
ιγμόρειο
+
-ίτιδα
< (
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
Highmore
,
ανθρωπωνύμιο
από τον Βρετανό χειρούργο
Nathaniel Highmore
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιγμορίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φλεγμονή
του
ιγμορείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιγμορίτιδα
αγγλικά
:
sinusitis
(en)
γαλικιανά
:
sinusite
(gl)
γαλλικά
:
sinusite
(fr)
γερμανικά
:
Nasennebenhöhlenentzündung
(de)
,
Sinusitis
(de)
ισπανικά
:
sinusitis
(es)
ολλανδικά
:
sinusitis
(nl)
τσεχικά
:
sinusitida
(cs)
φινλανδικά
:
sinuiitti
(fi)