sinusite
Γαλικιανά (gl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsinusite (gl)
- (ιατρική) η ιγμορίτιδα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sinusite | sinusites |
sinusite (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η ιγμορίτιδα