θωρακοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θωρακοσκοπικός < θωρακοσκόπηση / θωρακοσκόπιο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
θωρακοσκοπικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη θωρακοσκόπηση ή το θωρακοσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θωρακοσκόπηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
θωρακοσκοπικός