Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυσανωτός η θυσανωτή το θυσανωτό
      γενική του θυσανωτού της θυσανωτής του θυσανωτού
    αιτιατική τον θυσανωτό τη θυσανωτή το θυσανωτό
     κλητική θυσανωτέ θυσανωτή θυσανωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυσανωτοί οι θυσανωτές τα θυσανωτά
      γενική των θυσανωτών των θυσανωτών των θυσανωτών
    αιτιατική τους θυσανωτούς τις θυσανωτές τα θυσανωτά
     κλητική θυσανωτοί θυσανωτές θυσανωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυσανωτός < αρχαία ελληνική θυσανωτός < θύσανος

  Επίθετο επεξεργασία

θυσανωτός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία